- ετεροιωτικός
- ἑτεροιωτικός, -ή, -όν (Α) [ετεροιώ]1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτικήφρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» — λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτεροιωτικήν — ἑτεροιωτικός alterative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)